δεσμός

δεσμός
-οῦ + N 2 6-7-15-10-14=52 Gn 42,27.35(bis); Lv 26,13; Nm 19,15
band, bond Lv 26,13; δεσμοί bonds, chains Prv 7,22
ἐάν τε εἰς δεσμά whether (casting) into prison Ezr 7,26; κατέλαβον τὸν Μανασση ἐν δεσμοῖς they took Manasseh in bonds, they captured Manasseh 2 Chr 33,11; πᾶς ὅρκος δεσμοῦ every binding oath Nm 30,14; εἶδεν τὸν δεσμὸν τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ he saw his bundle of money Gn 42,27, see also Hag 1,6
*Hab 3,13 δεσμούς bonds-⋄אסר,יסר? for MT יסוד foundation, base; *Mal 3,20 ἐκ δεσμῶν (let loose) from bonds-רבק/מ ⋄מן and ⋄רבק for MT מרבק ⋄רבק fatted (through binding); *Jb 38,31 δεσμόν chain (here denoting the stellar group the Pleiades)-מענדות for MT מעדנות sweets, dainties? or reluctance?
Cf. WALTERS 1973 129.316; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεσμός — band masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες …   Dictionary of Greek

  • δεσμούς — δεσμός band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμόν — δεσμός band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… …   Dictionary of Greek

  • πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”